- Ρέα
- Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που γεννούσε η Ρ., φοβούμενος μήπως του πάρουν την εξουσία· όταν όμως ήταν να γεννήσει τον Δία, η Ρ. κατάφυγε στην Κρήτη και όταν τον γέννησε έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί, αντί του Δία, μια σπαργανωμένη πέτρα· αργότερα ο Δίας έβγαλε από τα πατρικά σπλάχνα όλα τα αδέλφια του. Η Ρ. ταυτίστηκε από τους λαούς της Μ. Ασίας με την Κυβέλη, τη Μεγάλη Μητέρα των θεών, και λατρεύτηκε κατόπιν σ’ ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη και τη Μ. Ασία, με πολλές μορφές και ονόματα.
Ανάγλυφο από ρωμαϊκό βωμό, που απεικονίζει τη Ρέας να προσφέρει στον Κρόνο μια πέτρα τυλιγμένη στα σπάργανα, αντί για τον γιο της Δία (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη).
* * *η / Ῥέα, ΝΜΑ, και Ῥεία και Ῥείη και Ῥῆ Αη κόρη τού Ουρανού και τής Γης, γυναίκα τού Κρόνου, μητέρα τού Διός και τών άλλων θεώννεοελλ.αστρον. δορυφόρος τού Κρόνουαρχ.(στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού δύο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, το όν. τής θεάς προέρχεται από το ρ. ῥέω, λόγω τού ότι τα ποτάμια ρέουν, πηγάζουν από τη γη. Ελάχιστα πιθανές θεωρούνται επίσης και οι συνδέσεις με τ. όπως: αρχ. ινδ. rai- «βασίλειο», λατ. rēs «πράγμα» ή με έναν ΙΕ τ. *srī- «γυναίκα»].
Dictionary of Greek. 2013.